- πληθώρα
- η1) множество; большое количество, масса; (из)обилие; избыток;
πληθώρα κόσμου — очень много людей;
2) полнокровие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πληθώρα κόσμου — очень много людей;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πληθώρα — πληθώρᾱ , πληθώρα fullness fem nom/voc/acc dual πληθώρᾱ , πληθώρα fullness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱ , πληθώρη fullness fem nom/voc/acc dual πληθώρᾱ , πληθώρη fullness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρᾳ — πληθώρᾱͅ , πληθώρα fullness fem dat sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱͅ , πληθώρη fullness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρα — η,ΝΜΑ μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων») νεοελλ. ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού όγκου τού αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση τής μάζας τού πλάσματος ή… … Dictionary of Greek
πληθώρα — η μεγάλο πλήθος, αφθονία: Είχαμε πληθώρα τροχαίων ατυχημάτων κατά το Σαββατοκύριακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληθώρας — πληθώρᾱς , πληθώρα fullness fem acc pl πληθώρᾱς , πληθώρα fullness fem gen sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱς , πληθώρη fullness fem acc pl πληθώρᾱς , πληθώρη fullness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώραν — πληθώρᾱν , πληθώρα fullness fem acc sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱν , πληθώρη fullness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώραις — πληθώρα fullness fem dat pl πληθώρη fullness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρη — πληθώρα fullness fem nom/voc sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρην — πληθώρα fullness fem acc sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθώρης — πληθώρα fullness fem gen sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek